Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, μιλά για την πολιτική βία, αποκλειστικά στο +έ

(Επιμέλεια: Χαράλαμπος Παναγιωτόπουλος)

+έ: Τι είναι η πολιτική βία;

Πασχάλης Κιτρομηλίδης: Όταν αναφερόμαστε στην πολιτική βία, πρέπει να έχουμε επίγνωση ότι ουσιαστικά αναφερόμαστε σε ένα οξύμωρο, διότι οι δύο όροι είναι ασυμβίβαστοι μεταξύ τους. Στην αρχαία πολιτική αντίληψη, η πολιτική είναι το αντίθετο της βίας· είναι αυτό το οποίο δημιουργείται για να μην ασκούν οι άνθρωποι βία ο ένας πάνω στον άλλο. Αυτό είναι που μας λέει ο Πρωταγόρας στο λόγο για τη δημιουργία των κοινωνιών, που διασώζει ο Πλάτων στον ομώνυμο διάλογο. Άρα δεν μπορούμε να μιλούμε για πολιτική βία. Και πρέπει να σκεφτούμε τι είναι η βία και αν αυτό είναι ανεκτό μέσα σε ένα περίγραμμα συνύπαρξης των ανθρώπων που έχει πολιτικό χαρακτήρα.

Νομίζω ότι η βία δεν είναι ανεκτή αν θεωρούμε πως ζούμε σε πολιτικές κοινωνίες. Άρα πολιτική βία δεν μπορεί να υπάρχει. Αυτό το βλέπουμε κυρίως από την αντίληψη της δημοκρατίας. Η δημοκρατία είναι το σύστημα οργάνωσης των ανθρώπων και άσκησης της εξουσίας με τη συναίνεσή τους αμοιβαίως, το οποίο αναιρεί τη βία και βρίσκει άλλους τρόπους –τις εκλογές, τις οργανώσεις των ανθρώπων σε κόμματα, κ.λπ.- για να μην ασκείται βία μεταξύ τους.

+έ: Ποια ήταν ιστορικά η αντίληψη περί πολιτικής βίας στην πολιτική σκέψη;

Π.Κ.: Όπως λέει πάλι ο Πρωταγόρας, πάρα πολύ ωραία, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να ασκούν βία ο ένας πάνω στον άλλο, διαλύονταν οι πόλεις και «σκεδαννύμενοι διεφθείροντο», δηλαδή σκορπούσαν και τους έτρωγαν τα θηρία. Όπως μας λέει και ο Χομπς, η παρουσία της βίας είναι μια επάνοδος των ανθρώπων σε μια προπολιτική κατάσταση. Επομένως η ίδια η ιδέα της βίας στην πολιτική είναι ουσιαστικά μια ιδέα που αναφέρεται στην αποθηρίωση των ανθρώπων και στην κατάργηση της πολιτικής. Αυτό, νομίζω, είναι το εννοιολογικό ζητούμενο που πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο στο μυαλό μας όταν αναφερόμαστε σε αυτό το θέμα. Διότι, βέβαια, στη διαδρομή της ιστορίας, εμφανίστηκαν πολλές περιπτώσεις στις οποίες αναπτύχθηκαν επιχειρηματολογίες και ιδεολογίες υπέρ της βίας στην πολιτική, δηλαδή υπέρ της αποθηρίωσης των ανθρώπων. Και θα δούμε τι είναι αυτό.

Τώρα, ένας ρεαλιστής πολικός στοχαστής, όπως ο Μακιαβέλλι, μας λέει ότι, κακά είναι τα ψέματα, η βία είναι αναγκαία στην πολιτική. Δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική χωρίς την άσκηση κάποιου ποσοστού βίας. Αλλά ο καλός πολιτικός, κι όχι αυτός τον οποίον θα καταδικάσει η ιστορία ακριβώς για τη θηριωδία του, είναι εκείνος ο οποίος ξέρει να ασκεί την οικονομία της βίας, δηλαδή τόση βία όση είναι απολύτως απαραίτητη για αν επιτύχει τον πολιτικό του σκοπό, που είναι η δημιουργία μιας νέας, ευνομούμενης πολιτείας, δηλαδή η ανατροπή των διεφθαρμένων πολιτευμάτων -όπως λέει ο Μακιαβέλλι στον «Ηγεμόνα»- εκκλησιαστικών ηγεμονιών ή κληρονομικών μοναρχιών, και η δημιουργία μιας νέας πολιτείας όπου οι άνθρωποι θα ζουν υπό συνθήκες ομαλότητας και θα μπορούν να δημιουργήσουν μια καινούργια πολιτική κοινότητα. Για να γίνει αυτό, είναι αναγκαία η βία -ανατροπή των παλαιών διεφθαρμένων καθεστώτων- αλλά τόση βία όση είναι απαραίτητη. Αυτό είναι μια αντίληψη που έχουν οι νεότεροι, σε αντίθεση με τους αρχαίους, που κατά κάποιον τρόπο καθιστά τη βία πολιτικό εργαλείο, εργαλείο της πολιτικής.

Μια καλή περίπτωση για να καταλάβουμε την αντίληψη της βίας και της θέσης της στην έννομη τάξη της νεωτερικότητας είναι οι πολιτικές θεωρίες που αναπτύσσουν ο Χομπς και ο Λοκ. Ο Χομπς συνδέει τη βία, κυρίως την άσκηση φυσικής βίας μεταξύ των ανθρώπων, με την προπολιτική κατάσταση, την κατάσταση της φύσης, όπου οι άνθρωποι όντως, όπως λέει και ο Πρωταγόρας, βρίσκονται σε μια θηριώδη σχέση ο ένας απέναντι στον άλλο. Όταν όμως δημιουργηθεί η έννομη τάξη με το κοινωνικό συμβόλαιο και εγκαθιδρυθεί η πολιτεία, η βία εκλείπει, και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για άσκηση βίας. Ο Λοκ, κάπως πιο ρεαλιστικά από τον Χομπς, επειδή ακριβώς εγκαθιδρύει ένα πολίτευμα το οποίο διαφυλάσσει τια δικαιώματα, περιλαμβανομένων των πολιτικών δικαιωμάτων όσων μετέχουν σε αυτό, αφήνει ένα ακραίο περιθώριο για την άσκηση αυτού που λέμε «πολιτική βία», την οποία περιγράφει με τον πολύ ωραίο όρο «προσφυγή στον ουρανό». Όταν δηλαδή όσοι ασκούν την εξουσία ως καταπίστευμα παραβιάζουν το καταπίστευμα, και το παραβιάζουν κατ’ επανάληψη, δικαιούται ο λαός, το σύνολο των πολιτών, το σύνολο της κοινωνίας, να μετέλθει βία, προσφεύγοντας στον ουρανό, αλλά με στιγμιαίο τρόπο, για να ανατρέψει αυτούς που παραβιάζουν το καταπίστευμα της κυβέρνησης. Είναι μια στιγμή επανάστασης, ανατροπής των ασκούντων την εξουσία, και αντικατάστασής τους με άλλους, αφού συναφθεί ένα καινούργιο κοινωνικό συμβόλαιο. Αυτή είναι η μόνη στιγμή που μπορεί να ασκηθεί πολιτική βία η οποία δεν παραβιάζει τους κανόνες του φυσικού δικαίου, είναι στιγμιαία, και ασκείται μόνο ως μια ακραία επιλογή όταν δεν υπάρχει κάποια άλλη διέξοδος. Αυτό, νομίζω, εικονογραφεί πάρα πολύ καλά πώς αντιλαμβάνεται η φιλελεύθερη πολιτική σκέψη, η οποία έχει ως πρόταγμα τη δημιουργία και τη διατήρηση της έννομης τάξης, το ζήτημα της βίας. Είναι μια ακραία περίπτωση η οποία είναι καλύτερο να αποφεύγεται, αλλά, αν γίνει αδήριτη ανάγκη, λόγω της συμπεριφοράς των κατόχων της εξουσίας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Είναι όμως η μόνη περίπτωση.

Έρχεται αργότερα, τον εικοστό αιώνα –αρχές του εικοστού αιώνα- ο Μαξ Βέμπερ, ο μεγάλος θεμελιωτής, ουσιαστικά, της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης, που μας λέει ότι σε μια πολιτεία, και όχι σε μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι αλληλοσπαράσσονται, ο μόνος κάτοχος της νόμιμης βίας είναι το κράτος. Όποιος άλλος συντελεστής μέσα στην πολιτεία, μέσα στο κράτος, ασκεί βία, είναι εκτός νόμου. Άρα μόνο το κράτος το οποίο κατέχει, ελέγχει τους μηχανισμούς της βίας –ένοπλες δυνάμεις, δυνάμεις ασφαλείας, κ.τ.λ.- μπορεί να ασκήσει βία, κυρίως για κατασταλτικούς σκοπούς σε σχέση με το έγκλημα. Και βεβαίως θα ασκήσει βία εναντίον των εχθρών που απειλούν την πολιτεία. Εντός της πολιτείας όμως, οι διαδικασίες διακυβέρνησης θα γίνονται με άλλους τρόπους, χωρίς άσκηση βίας, διότι αυτό επιβάλλει η επιδίωξη της ευνομίας. Αυτή είναι η αντίληψη των νεωτέρων. Επομένως, περιθώρια για πολιτική βία δεν υπάρχουν.

+έ: Από ποιους, υπέρ/κατά ποιων και για ποιο λόγο ασκείται πολιτική βία;

Βία ασκείται από αυτούς που προσπαθούν να καταργήσουν την έννομη τάξη, εναντίον της εννόμου τάξεως, όταν για παράδειγμα κάποιοι κάνουν πραξικόπημα. Και, βεβαίως, βία ασκείται σε περιπτώσεις επαναστάσεων, για παράδειγμα στη Ρωσική Επανάσταση, για να ανατραπεί ένα καθεστώς και να δημιουργηθεί άλλο. Όμως, σε μια κατάσταση ευνομίας, δεν υπάρχουν περιθώρια για βία. Γι’ αυτό και είναι εκτός της λογικής της πολιτικής και της εννόμου τάξεως, εντός ενός συστήματος όπου επικρατεί η έννομη τάξη, το να χρησιμοποιείται βία σε πολιτικές διεκδικήσεις. Αυτό πρέπει να το έχουμε υπόψη μας, διότι εμφανίζονται, κατά καιρούς, κάποιες ιδεολογίες, κυρίως, στον εικοστό αιώνα, οι φασιστικές ιδεολογίες, οι οποίες εξωραΐζουν τη βία και τη χρησιμοποιούν ως μέρος της επιχειρηματολογίας τους. Αυτό είναι απαράδεκτο υπό κάθε έννοια αντίληψης του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.

+έ: Ποια είναι η σχέση της πολιτικής βίας και της πολιτικής ανυπακοής;

Μέσα στις δημοκρατίες υπάρχει και το ζήτημα της πολιτικής ανυπακοής. Η πολιτική ανυπακοή μπορεί να πάρει τη μορφή αντίστασης σε κάποιες επιταγές, που μέρος του πληθυσμού ή και άτομα μπορεί να θεωρούν ότι είναι απαράδεκτες, αλλά δεν μπορεί να γίνεται άσκηση βίας, όπως συμβαίνει, στην περίπτωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας με τους διαφόρους κουκουλοφόρους, οι οποίοι μετέρχονται βία ως μέρος πολιτικής ανυπακοής. Άλλο είναι μια διαδήλωση, ή μια μορφή καθιστικής διαμαρτυρίας, για παράδειγμα, και άλλο η άσκηση βίας με την καταστροφή δημοσίων κτηρίων ή με τις επιθέσεις σε άλλες ομάδες κ.λπ.. Άρα πρέπει να είμαστε αρκετά κατηγορηματικοί ότι, σε μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι συνυπάρχουν υπό το κράτος δικαίου, περιθώρια για άσκηση βίας δεν υπάρχουν. Και το κράτος, αντιστοίχως, δεν μπορεί να ασκεί βία εις βάρος των πολιτών του, γι’ αυτό και απαιτούνται, πολλές φορές, οι εντολές των εισαγγελέων για να μετέλθει το κράτος φυσική βία εις βάρος πολιτών κ.λπ.. Αυτά, νομίζω, ξεκαθαρίζουν το ζήτημα.

1 σχόλια:

  1. Εάν ένας καθηγητής πολιτικής επιστήμης αντιλαμβάνεται τους "κουκουλοφόρους" και τη βία που ασκούν ως "πολιτική ανυπακοή", καταφέρνει να μας πείσει μόνο για ένα πράγμα: Ότι το λειτούργημά του, είναι ακόμη ένα γρανάζι στη μηχανή του συστήματος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή